- ἀντῳδόν
- ἀντῳδόςsinging in answermasc/fem acc sgἀντῳδόςsinging in answerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντωδός — ἀντῳδός, όν (Α) αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης «μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» για πουλιά Αιλιανός) … Dictionary of Greek